ήμαιθον

ήμαιθον
ἥμαιθον, τὸ (Α)
(στην Κύλικο) μισός οβολός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εμφανίζει πιθ. το ημι- ως α' συνθετικό (με συγκοπή τού -ι-), ενώ το β' συνθετικό είναι άγνωστης ετυμολ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἤμαιθον — half obol neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤμαιθα — ἤμαιθον half obol neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”